Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρονομασία
παρονοματοποιέω
παροξίζω
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξύτονος
Παροπαμισάδαι
παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
παρορατέον
View word page
παροξύτονος
paroxytone (with acute accent on the penultima)

ShortDef

paroxytone (with acute accent on the penultima)

Debugging

Headword:
παροξύτονος
Headword (normalized):
παροξύτονος
Headword (normalized/stripped):
παροξυτονος
IDX:
67085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67086
Key:

Data

{'content': 'paroxytone (with acute accent on the penultima)'}