Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρονομάζω
παρονομασία
παρονοματοποιέω
παροξίζω
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξύτονος
Παροπαμισάδαι
παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
παρόρασις
View word page
παροξυτονέω
pronounce paroxytone

ShortDef

pronounce paroxytone

Debugging

Headword:
παροξυτονέω
Headword (normalized):
παροξυτονέω
Headword (normalized/stripped):
παροξυτονεω
IDX:
67084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67085
Key:

Data

{'content': 'pronounce paroxytone'}