Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρομολογία
παρονομάζω
παρονομασία
παρονοματοποιέω
παροξίζω
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξύτονος
Παροπαμισάδαι
παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
παρόραμα
View word page
παροξυσμός
irritation, exasperation

ShortDef

irritation, exasperation

Debugging

Headword:
παροξυσμός
Headword (normalized):
παροξυσμός
Headword (normalized/stripped):
παροξυσμος
IDX:
67083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67084
Key:

Data

{'content': 'irritation, exasperation'}