Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρομολογέω
παρομολογία
παρονομάζω
παρονομασία
παρονοματοποιέω
παροξίζω
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξύτονος
Παροπαμισάδαι
παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
πάροπτος
View word page
πάροξυς
pointed

ShortDef

pointed

Debugging

Headword:
πάροξυς
Headword (normalized):
πάροξυς
Headword (normalized/stripped):
παροξυς
IDX:
67082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67083
Key:

Data

{'content': 'pointed'}