Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρομοίωσις
παρομολογέω
παρομολογία
παρονομάζω
παρονομασία
παρονοματοποιέω
παροξίζω
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξύτονος
Παροπαμισάδαι
παροπλίζω
παροπλισμός
παροπτάω
παροπτέος
παρόπτησις
View word page
παροξύνω
to urge, prick

ShortDef

to urge, prick

Debugging

Headword:
παροξύνω
Headword (normalized):
παροξύνω
Headword (normalized/stripped):
παροξυνω
IDX:
67081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67082
Key:

Data

{'content': 'to urge, prick'}