Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρομοιόω
παρομοίωσις
παρομολογέω
παρομολογία
παρονομάζω
παρονομασία
παρονοματοποιέω
παροξίζω
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξύτονος
Παροπαμισάδαι
παροπλίζω
View word page
παροξίζω
have a somewhat sharp smell

ShortDef

have a somewhat sharp smell

Debugging

Headword:
παροξίζω
Headword (normalized):
παροξίζω
Headword (normalized/stripped):
παροξιζω
IDX:
67077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67078
Key:

Data

{'content': 'have a somewhat sharp smell'}