Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάρολκος
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρομοιόω
παρομοίωσις
παρομολογέω
παρομολογία
παρονομάζω
παρονομασία
παρονοματοποιέω
παροξίζω
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
παροξυσμός
παροξυτονέω
παροξύτονος
Παροπαμισάδαι
View word page
παρονοματοποιέω
form a derivative name

ShortDef

form a derivative name

Debugging

Headword:
παρονοματοποιέω
Headword (normalized):
παρονοματοποιέω
Headword (normalized/stripped):
παρονοματοποιεω
IDX:
67076
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67077
Key:

Data

{'content': 'form a derivative name'}