Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρολιγωρητέον
παρολισθάνω
παρολκή
παρόλκημα
πάρολκος
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρομοιόω
παρομοίωσις
παρομολογέω
παρομολογία
παρονομάζω
παρονομασία
παρονοματοποιέω
παροξίζω
παροξυντέον
παροξυντής
παροξυντικός
παροξύνω
πάροξυς
View word page
παρομολογέω
grant
ShortDef
grant
Debugging
Headword:
παρομολογέω
Headword (normalized):
παρομολογέω
Headword (normalized/stripped):
παρομολογεω
IDX:
67072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67073
Key:
Data
{'content': 'grant'}