Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παροίτερος
παροίχησις
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρολιγωρητέον
παρολισθάνω
παρολκή
παρόλκημα
πάρολκος
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρομοιόω
παρομοίωσις
παρομολογέω
παρομολογία
παρονομάζω
παρονομασία
παρονοματοποιέω
παροξίζω
View word page
παρομαρτέω
to accompany
ShortDef
to accompany
Debugging
Headword:
παρομαρτέω
Headword (normalized):
παρομαρτέω
Headword (normalized/stripped):
παρομαρτεω
IDX:
67067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67068
Key:
Data
{'content': 'to accompany'}