Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παροίστρησις
πάροιστρος
παροίτερος
παροίχησις
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρολιγωρητέον
παρολισθάνω
παρολκή
παρόλκημα
πάρολκος
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
παρομοιόω
παρομοίωσις
παρομολογέω
παρομολογία
παρονομάζω
παρονομασία
View word page
παρόλκημα
towing
ShortDef
towing
Debugging
Headword:
παρόλκημα
Headword (normalized):
παρόλκημα
Headword (normalized/stripped):
παρολκημα
IDX:
67065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67066
Key:
Data
{'content': 'towing'}