Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροινία
παροινικός
παροίνιος
πάροινος
παροινοχοέω
παροιστράω
παροίστρησις
πάροιστρος
παροίτερος
παροίχησις
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρολιγωρητέον
παρολισθάνω
παρολκή
παρόλκημα
πάρολκος
παρομαρτέω
παρομοιάζω
παρόμοιος
View word page
παροίχομαι
to have passed by

ShortDef

to have passed by

Debugging

Headword:
παροίχομαι
Headword (normalized):
παροίχομαι
Headword (normalized/stripped):
παροιχομαι
IDX:
67059
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67060
Key:

Data

{'content': 'to have passed by'}