Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναφαίρετος
ἀναφάλακρος
ἀναφαλαντίας
ἀναφαλαντίασις
ἀναφάλαντος
ἀναφαλάντωμα
ἀναφανδά
ἀναφανδόν
ἀνάφανσις
ἀναφέρω
ἀναφεύγω
ἀναφευκτικός
ἀνάφευξις
ἀναφής
ἀναφθέγγομαι
ἀνάφθεγμα
ἀνάφθεγξις
ἀναφθείρομαι
ἀναφλασμός
ἀναφλάω
ἀναφλεγμαίνω
View word page
ἀναφεύγω
to flee up
ShortDef
to flee up
Debugging
Headword:
ἀναφεύγω
Headword (normalized):
ἀναφεύγω
Headword (normalized/stripped):
αναφευγω
IDX:
6705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6706
Key:
Data
{'content': 'to flee up'}