Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάροιμος
παροινέω
παροίνημα
παροινία
παροινικός
παροίνιος
πάροινος
παροινοχοέω
παροιστράω
παροίστρησις
πάροιστρος
παροίτερος
παροίχησις
παροίχομαι
παροκωχή
παρολιγωρέω
παρολιγωρητέον
παρολισθάνω
παρολκή
παρόλκημα
πάρολκος
View word page
πάροιστρος
frenzied, frantic

ShortDef

frenzied, frantic

Debugging

Headword:
πάροιστρος
Headword (normalized):
πάροιστρος
Headword (normalized/stripped):
παροιστρος
IDX:
67056
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67057
Key:

Data

{'content': 'frenzied, frantic'}