Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικικός
παροικοδομέω
παροικοδόμημα
πάροικος
παροιμία
παροιμιάζω
παροιμιακός
παροιμιαστής
παροιμιογράφος
παροίμιον
παροιμιώδης
πάροιμος
παροινέω
παροίνημα
παροινία
παροινικός
View word page
παροιμιάζω
to make proverbial

ShortDef

to make proverbial

Debugging

Headword:
παροιμιάζω
Headword (normalized):
παροιμιάζω
Headword (normalized/stripped):
παροιμιαζω
IDX:
67040
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67041
Key:

Data

{'content': 'to make proverbial'}