Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροιδαίνω
παροίδησις
παροιδίσκω
πάροιθ
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικικός
παροικοδομέω
παροικοδόμημα
πάροικος
παροιμία
παροιμιάζω
παροιμιακός
παροιμιαστής
παροιμιογράφος
παροίμιον
παροιμιώδης
πάροιμος
View word page
παροικοδομέω
to build beside

ShortDef

to build beside

Debugging

Headword:
παροικοδομέω
Headword (normalized):
παροικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
παροικοδομεω
IDX:
67036
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67037
Key:

Data

{'content': 'to build beside'}