Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παροδύρομαι
παροίγνυμι
παροιδαίνω
παροίδησις
παροιδίσκω
πάροιθ
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικικός
παροικοδομέω
παροικοδόμημα
πάροικος
παροιμία
παροιμιάζω
παροιμιακός
παροιμιαστής
παροιμιογράφος
παροίμιον
View word page
παροικίζω
to place near
ShortDef
to place near
Debugging
Headword:
παροικίζω
Headword (normalized):
παροικίζω
Headword (normalized/stripped):
παροικιζω
IDX:
67034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67035
Key:
Data
{'content': 'to place near'}