Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πάροδος
πάροδος2
παροδύρομαι
παροίγνυμι
παροιδαίνω
παροίδησις
παροιδίσκω
πάροιθ
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικικός
παροικοδομέω
παροικοδόμημα
πάροικος
παροιμία
παροιμιάζω
παροιμιακός
παροιμιαστής
View word page
παροίκησις
a neighbourhood
ShortDef
a neighbourhood
Debugging
Headword:
παροίκησις
Headword (normalized):
παροίκησις
Headword (normalized/stripped):
παροικησις
IDX:
67032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67033
Key:
Data
{'content': 'a neighbourhood'}