Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροδοποιέω
πάροδος
πάροδος2
παροδύρομαι
παροίγνυμι
παροιδαίνω
παροίδησις
παροιδίσκω
πάροιθ
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικικός
παροικοδομέω
παροικοδόμημα
πάροικος
παροιμία
παροιμιάζω
παροιμιακός
View word page
παροικέω
to dwell beside

ShortDef

to dwell beside

Debugging

Headword:
παροικέω
Headword (normalized):
παροικέω
Headword (normalized/stripped):
παροικεω
IDX:
67031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67032
Key:

Data

{'content': 'to dwell beside'}