Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παροδίτης
παροδοποιέω
πάροδος
πάροδος2
παροδύρομαι
παροίγνυμι
παροιδαίνω
παροίδησις
παροιδίσκω
πάροιθ
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικικός
παροικοδομέω
παροικοδόμημα
πάροικος
παροιμία
παροιμιάζω
View word page
πάροιθε
before, in the presence of
ShortDef
before, in the presence of
Debugging
Headword:
πάροιθε
Headword (normalized):
πάροιθε
Headword (normalized/stripped):
παροιθε
IDX:
67030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67031
Key:
Data
{'content': 'before, in the presence of'}