Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρόδιος
παροδίτης
παροδοποιέω
πάροδος
πάροδος2
παροδύρομαι
παροίγνυμι
παροιδαίνω
παροίδησις
παροιδίσκω
πάροιθ
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικικός
παροικοδομέω
παροικοδόμημα
πάροικος
παροιμία
View word page
πάροιθ
in front
ShortDef
in front
Debugging
Headword:
πάροιθ
Headword (normalized):
πάροιθ
Headword (normalized/stripped):
παροιθ
IDX:
67029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67030
Key:
Data
{'content': 'in front'}