Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναύχην
ἀναύω
ἀναφαίνω
ἀναφαίρετος
ἀναφάλακρος
ἀναφαλαντίας
ἀναφαλαντίασις
ἀναφάλαντος
ἀναφαλάντωμα
ἀναφανδά
ἀναφανδόν
ἀνάφανσις
ἀναφέρω
ἀναφεύγω
ἀναφευκτικός
ἀνάφευξις
ἀναφής
ἀναφθέγγομαι
ἀνάφθεγμα
ἀνάφθεγξις
ἀναφθείρομαι
View word page
ἀναφανδόν
openly

ShortDef

openly

Debugging

Headword:
ἀναφανδόν
Headword (normalized):
ἀναφανδόν
Headword (normalized/stripped):
αναφανδον
IDX:
6702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6703
Key:

Data

{'content': 'openly'}