Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροδικός
παρόδιος
παροδίτης
παροδοποιέω
πάροδος
πάροδος2
παροδύρομαι
παροίγνυμι
παροιδαίνω
παροίδησις
παροιδίσκω
πάροιθ
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικικός
παροικοδομέω
παροικοδόμημα
πάροικος
View word page
παροιδίσκω
raise a slight swelling

ShortDef

raise a slight swelling

Debugging

Headword:
παροιδίσκω
Headword (normalized):
παροιδίσκω
Headword (normalized/stripped):
παροιδισκω
IDX:
67028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67029
Key:

Data

{'content': 'raise a slight swelling'}