Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροδία
παροδικός
παρόδιος
παροδίτης
παροδοποιέω
πάροδος
πάροδος2
παροδύρομαι
παροίγνυμι
παροιδαίνω
παροίδησις
παροιδίσκω
πάροιθ
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικικός
παροικοδομέω
παροικοδόμημα
View word page
παροίδησις
swelling

ShortDef

swelling

Debugging

Headword:
παροίδησις
Headword (normalized):
παροίδησις
Headword (normalized/stripped):
παροιδησις
IDX:
67027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67028
Key:

Data

{'content': 'swelling'}