Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παροδεύω
παροδία
παροδικός
παρόδιος
παροδίτης
παροδοποιέω
πάροδος
πάροδος2
παροδύρομαι
παροίγνυμι
παροιδαίνω
παροίδησις
παροιδίσκω
πάροιθ
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
παροικίζω
παροικικός
παροικοδομέω
View word page
παροιδαίνω
swell slightly

ShortDef

swell slightly

Debugging

Headword:
παροιδαίνω
Headword (normalized):
παροιδαίνω
Headword (normalized/stripped):
παροιδαινω
IDX:
67026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67027
Key:

Data

{'content': 'swell slightly'}