Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρογκόομαι
παροδεία
παροδευτικός
παροδεύω
παροδία
παροδικός
παρόδιος
παροδίτης
παροδοποιέω
πάροδος
πάροδος2
παροδύρομαι
παροίγνυμι
παροιδαίνω
παροίδησις
παροιδίσκω
πάροιθ
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
παροικία
View word page
πάροδος2
a by-way, passage, first entrance by the chorus

ShortDef

passer-by
a by-way, passage, first entrance by the chorus

Debugging

Headword:
πάροδος2
Headword (normalized):
πάροδος
Headword (normalized/stripped):
παροδος2
IDX:
67023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67024
Key:

Data

{'content': 'a by-way, passage, first entrance by the chorus'}