Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρό
παρογκόομαι
παροδεία
παροδευτικός
παροδεύω
παροδία
παροδικός
παρόδιος
παροδίτης
παροδοποιέω
πάροδος
πάροδος2
παροδύρομαι
παροίγνυμι
παροιδαίνω
παροίδησις
παροιδίσκω
πάροιθ
πάροιθε
παροικέω
παροίκησις
View word page
πάροδος
passer-by

ShortDef

passer-by
a by-way, passage, first entrance by the chorus

Debugging

Headword:
πάροδος
Headword (normalized):
πάροδος
Headword (normalized/stripped):
παροδος
IDX:
67022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67023
Key:

Data

{'content': 'passer-by'}