Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πάρνων
παρξοά
παρό
παρογκόομαι
παροδεία
παροδευτικός
παροδεύω
παροδία
παροδικός
παρόδιος
παροδίτης
παροδοποιέω
πάροδος
πάροδος2
παροδύρομαι
παροίγνυμι
παροιδαίνω
παροίδησις
παροιδίσκω
πάροιθ
πάροιθε
View word page
παροδίτης
a passer-by, wayfarer

ShortDef

a passer-by, wayfarer

Debugging

Headword:
παροδίτης
Headword (normalized):
παροδίτης
Headword (normalized/stripped):
παροδιτης
IDX:
67020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67021
Key:

Data

{'content': 'a passer-by, wayfarer'}