Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Παρνόπιος
πάρνοψ
Πάρνων
παρξοά
παρό
παρογκόομαι
παροδεία
παροδευτικός
παροδεύω
παροδία
παροδικός
παρόδιος
παροδίτης
παροδοποιέω
πάροδος
πάροδος2
παροδύρομαι
παροίγνυμι
παροιδαίνω
παροίδησις
παροιδίσκω
View word page
παροδικός
of a πάροδος ΙΙΙ.2

ShortDef

of a πάροδος ΙΙΙ.2

Debugging

Headword:
παροδικός
Headword (normalized):
παροδικός
Headword (normalized/stripped):
παροδικος
IDX:
67018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67019
Key:

Data

{'content': 'of a πάροδος ΙΙΙ.2'}