Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Παρνησός
Πάρνοι
Παρνόπιος
πάρνοψ
Πάρνων
παρξοά
παρό
παρογκόομαι
παροδεία
παροδευτικός
παροδεύω
παροδία
παροδικός
παρόδιος
παροδίτης
παροδοποιέω
πάροδος
πάροδος2
παροδύρομαι
παροίγνυμι
παροιδαίνω
View word page
παροδεύω
to pass by

ShortDef

to pass by

Debugging

Headword:
παροδεύω
Headword (normalized):
παροδεύω
Headword (normalized/stripped):
παροδευω
IDX:
67016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67017
Key:

Data

{'content': 'to pass by'}