Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Παρνασσίς
Παρνήθιος
Πάρνης
Παρνησός
Πάρνοι
Παρνόπιος
πάρνοψ
Πάρνων
παρξοά
παρό
παρογκόομαι
παροδεία
παροδευτικός
παροδεύω
παροδία
παροδικός
παρόδιος
παροδίτης
παροδοποιέω
πάροδος
πάροδος2
View word page
παρογκόομαι
to be slightly curved

ShortDef

to be slightly curved

Debugging

Headword:
παρογκόομαι
Headword (normalized):
παρογκόομαι
Headword (normalized/stripped):
παρογκοομαι
IDX:
67013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67014
Key:

Data

{'content': 'to be slightly curved'}