Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Παρνάσιος
Παρνασός
Παρνασσίς
Παρνήθιος
Πάρνης
Παρνησός
Πάρνοι
Παρνόπιος
πάρνοψ
Πάρνων
παρξοά
παρό
παρογκόομαι
παροδεία
παροδευτικός
παροδεύω
παροδία
παροδικός
παρόδιος
παροδίτης
παροδοποιέω
View word page
παρξοά
tooling
ShortDef
tooling
Debugging
Headword:
παρξοά
Headword (normalized):
παρξοά
Headword (normalized/stripped):
παρξοα
IDX:
67011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67012
Key:
Data
{'content': 'tooling'}