Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Παρμένων
πάρμη
Παρνάσιος
Παρνασός
Παρνασσίς
Παρνήθιος
Πάρνης
Παρνησός
Πάρνοι
Παρνόπιος
πάρνοψ
Πάρνων
παρξοά
παρό
παρογκόομαι
παροδεία
παροδευτικός
παροδεύω
παροδία
παροδικός
παρόδιος
View word page
πάρνοψ
a locust

ShortDef

a locust

Debugging

Headword:
πάρνοψ
Headword (normalized):
πάρνοψ
Headword (normalized/stripped):
παρνοψ
IDX:
67009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-67010
Key:

Data

{'content': 'a locust'}