Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγοράομαι
ἀγορασἀγένειος
ἀγορασείω
ἀγορασία
ἀγόρασμα
ἀγορασμός
ἀγοραστής
ἀγοραστικός
ἀγοραστός
Ἀγόρατος
ἀγόρευσις
ἀγορευτήριον
ἀγορευτής
ἀγορεύω
ἀγορή
ἀγορηγός
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορήτης
ἀγορητής
ἀγορητύς
View word page
ἀγόρευσις
speech, oration
ShortDef
speech, oration
Debugging
Headword:
ἀγόρευσις
Headword (normalized):
ἀγόρευσις
Headword (normalized/stripped):
αγορευσις
IDX:
669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-670
Key:
Data
{'content': 'speech, oration'}