Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρισόω
παρίσταμι
παρίστημι
παριστία
παριστίδιος
παριστορέω
παρίστριος
παρίσχιος
παρισχναίνω
παρίσχω
παρισώδης
παρίσωσις
παρισωτικός
παριτέον
παριτητέα
παριτός
παρκάλισις
Παρμενίδειος
Παρμενίδης
Παρμενίων
Παρμένων
View word page
παρισώδης
after the manner of πάρισα (πάρισος II)

ShortDef

after the manner of πάρισα (πάρισος II)

Debugging

Headword:
παρισώδης
Headword (normalized):
παρισώδης
Headword (normalized/stripped):
παρισωδης
IDX:
66989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66990
Key:

Data

{'content': 'after the manner of πάρισα (πάρισος II)'}