Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρισόχρονος
παρισόω
παρίσταμι
παρίστημι
παριστία
παριστίδιος
παριστορέω
παρίστριος
παρίσχιος
παρισχναίνω
παρίσχω
παρισώδης
παρίσωσις
παρισωτικός
παριτέον
παριτητέα
παριτός
παρκάλισις
Παρμενίδειος
Παρμενίδης
Παρμενίων
View word page
παρίσχω
to hold in readiness

ShortDef

to hold in readiness

Debugging

Headword:
παρίσχω
Headword (normalized):
παρίσχω
Headword (normalized/stripped):
παρισχω
IDX:
66988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66989
Key:

Data

{'content': 'to hold in readiness'}