Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παριππασία
παριππεύω
πάριππος
Πάρις
παρίσθμιον
πάρισος
παρισότης
παρισόχρονος
παρισόω
παρίσταμι
παρίστημι
παριστία
παριστίδιος
παριστορέω
παρίστριος
παρίσχιος
παρισχναίνω
παρίσχω
παρισώδης
παρίσωσις
παρισωτικός
View word page
παρίστημι
to make to stand

ShortDef

to make to stand

Debugging

Headword:
παρίστημι
Headword (normalized):
παρίστημι
Headword (normalized/stripped):
παριστημι
IDX:
66981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66982
Key:

Data

{'content': 'to make to stand'}