Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρίημι
παρίκω
παριλλαίνω
Πάριον
Πάριος
Παριουργής
παριππασία
παριππεύω
πάριππος
Πάρις
παρίσθμιον
πάρισος
παρισότης
παρισόχρονος
παρισόω
παρίσταμι
παρίστημι
παριστία
παριστίδιος
παριστορέω
παρίστριος
View word page
παρίσθμιον
fauces
ShortDef
fauces
Debugging
Headword:
παρίσθμιον
Headword (normalized):
παρίσθμιον
Headword (normalized/stripped):
παρισθμιον
IDX:
66975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66976
Key:
Data
{'content': 'fauces'}