Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παριέρη
παρίζω
παρίημι
παρίκω
παριλλαίνω
Πάριον
Πάριος
Παριουργής
παριππασία
παριππεύω
πάριππος
Πάρις
παρίσθμιον
πάρισος
παρισότης
παρισόχρονος
παρισόω
παρίσταμι
παρίστημι
παριστία
παριστίδιος
View word page
πάριππος
riding beside

ShortDef

riding beside

Debugging

Headword:
πάριππος
Headword (normalized):
πάριππος
Headword (normalized/stripped):
παριππος
IDX:
66973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66974
Key:

Data

{'content': 'riding beside'}