Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παριαμβώδης
παριαύω
παριδρύω
παριέρη
παρίζω
παρίημι
παρίκω
παριλλαίνω
Πάριον
Πάριος
Παριουργής
παριππασία
παριππεύω
πάριππος
Πάρις
παρίσθμιον
πάρισος
παρισότης
παρισόχρονος
παρισόω
παρίσταμι
View word page
Παριουργής
wroughtin Paros

ShortDef

wroughtin Paros

Debugging

Headword:
Παριουργής
Headword (normalized):
παριουργής
Headword (normalized/stripped):
παριουργης
IDX:
66970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66971
Key:

Data

{'content': 'wroughtin Paros'}