Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Παρθυαῖος
Παρθυηνή
Παρθυικός
πάρθυμα
παριαμβίς
παρίαμβος
παριαμβώδης
παριαύω
παριδρύω
παριέρη
παρίζω
παρίημι
παρίκω
παριλλαίνω
Πάριον
Πάριος
Παριουργής
παριππασία
παριππεύω
πάριππος
Πάρις
View word page
παρίζω
to sit beside
ShortDef
to sit beside
Debugging
Headword:
παρίζω
Headword (normalized):
παρίζω
Headword (normalized/stripped):
παριζω
IDX:
66964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66965
Key:
Data
{'content': 'to sit beside'}