Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πάρθοι
Πάρθος
Παρθυαία
Παρθυαῖος
Παρθυηνή
Παρθυικός
πάρθυμα
παριαμβίς
παρίαμβος
παριαμβώδης
παριαύω
παριδρύω
παριέρη
παρίζω
παρίημι
παρίκω
παριλλαίνω
Πάριον
Πάριος
Παριουργής
παριππασία
View word page
παριαύω
to sleep beside
ShortDef
to sleep beside
Debugging
Headword:
παριαύω
Headword (normalized):
παριαύω
Headword (normalized/stripped):
παριαυω
IDX:
66961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66962
Key:
Data
{'content': 'to sleep beside'}