Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναυξία
Ἄναυρος
ἄναυρος
ἄναυρος2
ἄναυς
ἀναϋτέω
ἀναυτούργητος
ἀναύχην
ἀναύω
ἀναφαίνω
ἀναφαίρετος
ἀναφάλακρος
ἀναφαλαντίας
ἀναφαλαντίασις
ἀναφάλαντος
ἀναφαλάντωμα
ἀναφανδά
ἀναφανδόν
ἀνάφανσις
ἀναφέρω
ἀναφεύγω
View word page
ἀναφαίρετος
not to be taken away

ShortDef

not to be taken away

Debugging

Headword:
ἀναφαίρετος
Headword (normalized):
ἀναφαίρετος
Headword (normalized/stripped):
αναφαιρετος
IDX:
6695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-6696
Key:

Data

{'content': 'not to be taken away'}