Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενοτροφέω
παρθενοτροφητέον
παρθενόχρως
παρθενώδης
παρθενών
παρθενωπός
παρθεσίη
Παρθικός
Παρθιστί
Πάρθοι
Πάρθος
Παρθυαία
Παρθυαῖος
Παρθυηνή
Παρθυικός
πάρθυμα
παριαμβίς
παρίαμβος
παριαμβώδης
View word page
Παρθιστί
in the Parthian tongue

ShortDef

in the Parthian tongue

Debugging

Headword:
Παρθιστί
Headword (normalized):
παρθιστί
Headword (normalized/stripped):
παρθιστι
IDX:
66950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66951
Key:

Data

{'content': 'in the Parthian tongue'}