Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρθενοκτόνος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενοτροφέω
παρθενοτροφητέον
παρθενόχρως
παρθενώδης
παρθενών
παρθενωπός
παρθεσίη
Παρθικός
Παρθιστί
Πάρθοι
Πάρθος
Παρθυαία
Παρθυαῖος
Παρθυηνή
Παρθυικός
πάρθυμα
View word page
παρθενωπός
of maiden aspect

ShortDef

of maiden aspect

Debugging

Headword:
παρθενωπός
Headword (normalized):
παρθενωπός
Headword (normalized/stripped):
παρθενωπος
IDX:
66947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66948
Key:

Data

{'content': 'of maiden aspect'}