Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Παρθένιος
παρθενοκόμος
παρθενοκτονία
παρθενοκτόνος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενοτροφέω
παρθενοτροφητέον
παρθενόχρως
παρθενώδης
παρθενών
παρθενωπός
παρθεσίη
Παρθικός
Παρθιστί
Πάρθοι
Πάρθος
Παρθυαία
Παρθυαῖος
View word page
παρθενόχρως
of maidenly, delicate colour

ShortDef

of maidenly, delicate colour

Debugging

Headword:
παρθενόχρως
Headword (normalized):
παρθενόχρως
Headword (normalized/stripped):
παρθενοχρως
IDX:
66944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66945
Key:

Data

{'content': 'of maidenly, delicate colour'}