Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρθένιος
Παρθένιος
παρθενοκόμος
παρθενοκτονία
παρθενοκτόνος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενοτροφέω
παρθενοτροφητέον
παρθενόχρως
παρθενώδης
παρθενών
παρθενωπός
παρθεσίη
Παρθικός
Παρθιστί
Πάρθοι
Πάρθος
Παρθυαία
View word page
παρθενοτροφητέον
one must keep virgin

ShortDef

one must keep virgin

Debugging

Headword:
παρθενοτροφητέον
Headword (normalized):
παρθενοτροφητέον
Headword (normalized/stripped):
παρθενοτροφητεον
IDX:
66943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66944
Key:

Data

{'content': 'one must keep virgin'}