Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Παρθένιον
παρθένιος
Παρθένιος
παρθενοκόμος
παρθενοκτονία
παρθενοκτόνος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενοτροφέω
παρθενοτροφητέον
παρθενόχρως
παρθενώδης
παρθενών
παρθενωπός
παρθεσίη
Παρθικός
Παρθιστί
Πάρθοι
Πάρθος
View word page
παρθενοτροφέω
bring up from girlhood

ShortDef

bring up from girlhood

Debugging

Headword:
παρθενοτροφέω
Headword (normalized):
παρθενοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
παρθενοτροφεω
IDX:
66942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66943
Key:

Data

{'content': 'bring up from girlhood'}