Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
παρθενικός
παρθένιον
Παρθένιον
παρθένιος
Παρθένιος
παρθενοκόμος
παρθενοκτονία
παρθενοκτόνος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενοτροφέω
παρθενοτροφητέον
παρθενόχρως
παρθενώδης
παρθενών
παρθενωπός
παρθεσίη
Παρθικός
Παρθιστί
View word page
παρθένος
a maid, maiden, virgin, girl
ShortDef
a maid, maiden, virgin, girl
Debugging
Headword:
παρθένος
Headword (normalized):
παρθένος
Headword (normalized/stripped):
παρθενος
IDX:
66940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66941
Key:
Data
{'content': 'a maid, maiden, virgin, girl'}