Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρθενική
παρθενικός
παρθένιον
Παρθένιον
παρθένιος
Παρθένιος
παρθενοκόμος
παρθενοκτονία
παρθενοκτόνος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενοτροφέω
παρθενοτροφητέον
παρθενόχρως
παρθενώδης
παρθενών
παρθενωπός
παρθεσίη
Παρθικός
View word page
παρθενοπίπης
one who looks after maidens, a seducer

ShortDef

one who looks after maidens, a seducer

Debugging

Headword:
παρθενοπίπης
Headword (normalized):
παρθενοπίπης
Headword (normalized/stripped):
παρθενοπιπης
IDX:
66939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66940
Key:

Data

{'content': 'one who looks after maidens, a seducer'}