Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

παρθένια
παρθενία
παρθενιανός
παρθενίας
παρθενική
παρθενικός
παρθένιον
Παρθένιον
παρθένιος
Παρθένιος
παρθενοκόμος
παρθενοκτονία
παρθενοκτόνος
Παρθενοπαῖος
παρθενοπίπης
παρθένος
παρθενόσφαγος
παρθενοτροφέω
παρθενοτροφητέον
παρθενόχρως
παρθενώδης
View word page
παρθενοκόμος
taking care of maidens

ShortDef

taking care of maidens

Debugging

Headword:
παρθενοκόμος
Headword (normalized):
παρθενοκόμος
Headword (normalized/stripped):
παρθενοκομος
IDX:
66935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-66936
Key:

Data

{'content': 'taking care of maidens'}